δεξίδωρος

δεξίδωρος
δεξίδωρος, -ον (Α)
αυτός που δωροδοκείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + -δωρος < δώρον. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεξίδωροι — δεξίδωρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξίλογος — η, ο όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή… …   Dictionary of Greek

  • δεξίμηλος — δεξίμηλος, ον (Α) αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος,… …   Dictionary of Greek

  • δεξίπυρος — δεξίπυρος, ον (Α) φρ. «δεξιπύρους θυμέλας» τις θυμέλες που δέχονται το πυρ, που τοποθετούνται επάνω τους ξύλα αναμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + πυρος < πυρ. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος …   Dictionary of Greek

  • δηξίθυμος — δηξίθυμος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι < (μέλλ.) δήξομαι τού δάκνω* + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα τής αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • διωξικέλευθος — διωξικέλευθος, ον (Α) φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν… …   Dictionary of Greek

  • ζευξίλεως — ( ω), ὁ (Α) (για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”